- ἀσπίς
- ἡ ἀσπίς, ίδος щит (ср. устар. аспид - змея)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἀσπίς — shield fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίς — βλ. ασπίδα … Dictionary of Greek
ἀσπί — ἀσπίς shield fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδα — ἀσπίς shield fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδας — ἀσπίς shield fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδε — ἀσπίς shield fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδες — ἀσπίς shield fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδι — ἀσπίς shield fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδος — ἀσπίς shield fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίδων — ἀσπίς shield fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίσι — ἀσπίς shield fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)